προσωπίς: Difference between revisions

35
(6_12)
 
(35)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσωπίς''': -ίδος, ἡ, = [[προσωπεῖον]], κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[προσωπεῖον]].
|lstext='''προσωπίς''': -ίδος, ἡ, = [[προσωπεῖον]], κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[προσωπεῖον]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[προσωπίδα]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[μιμοζίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανότατα αντιδάνεια λ. <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prosopis</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπο]]].
}}
}}