πρωτογεύστης: Difference between revisions

35
(6_19)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτογεύστης''': -ου, ὁ, ὁ πρῶτος γευόμενος, Γλωσσ.
|lstext='''πρωτογεύστης''': -ου, ὁ, ὁ πρῶτος γευόμενος, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[πρώτος]] γεύεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (στις Ινδίες) [[ονομασία]] ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γεύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[γεύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οινο</i>-[[γεύστης]].
}}
}}