πυκνόστυλος: Difference between revisions

35
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνόστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον [[ἀλλήλων]], δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀραιόστυλος]], Βιτρούβ. 3. 3.
|lstext='''πυκνόστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον [[ἀλλήλων]], δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀραιόστυλος]], Βιτρούβ. 3. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πυκνόστυλος]], -ον, ΝΑ<br />(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, [[δηλαδή]] σε [[απόσταση]] 11/2 διαμέτρου [[μεταξύ]] τους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αραιόστυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στύλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αραιό</i>-<i>στυλος</i>)].
}}
}}