πύελος: Difference between revisions

2,114 bytes added ,  29 September 2017
35
(Autenrieth)
(35)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=feedingtrough, Od. 19.553†.
|auten=feedingtrough, Od. 19.553†.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[πύαλος]] Α<br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] σε [[δαχτυλίδι]] για [[στερέωση]] σφραγιδολίθου, αλλ. [[πυελίδα]]<br /><b>2.</b> κολυμπήθρα για βάπτιση<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[σύνολο]] τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο [[τμήμα]] του κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως [[βάση]] και προσφέρουν [[στήριγμα]] στα [[κάτω]] [[άκρα]], αλλ. [[λεκάνη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νεφρική [[πύελος]]» — η [[κοιλότητα]] που σχηματίζεται από τη [[διεύρυνση]] του ουρητήρα [[μέσα]] στη νεφρική [[ουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιμήκης]] [[σκάφη]] που χρησιμοποιούσαν [[ιδίως]] για [[τοποθέτηση]] τροφής για ζώα, το παχνί («χῆνας... ἐρεπτομένους παρὰ πύελον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λουτήρας]]<br /><b>3.</b> [[λέβητας]] μαγειρείου<br /><b>4.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>5.</b> η [[χοάνη]] του εγκεφάλου<br /><b>6.</b> (στον τ. [[πύαλος]]) [[λάρνακα]], [[σαρκοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πύ</i>-<i>ελος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πλύ</i>-<i>ελος</i> (με ανομοιωτική [[αποβολή]] του πρώτου -<i>λ</i>-), ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>πλυ</i>- του [[πλύνω]] με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πιμ</i>-<i>ελή</i>, <i>μυ</i>-<i>ελός</i>). Το [[επίθημα]] -<i>αλος</i> [[είναι]] μτγν. (<b>πρβλ.</b> [[μυελός]]: [[μυαλός]]). Εντύπωση, [[τέλος]], προκαλεί το θηλυκό [[γένος]] του τ.].
}}
}}