πυκνόκαρπος: Difference between revisions

35
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς καρπούς, Λουκ. Ἔρωτ. 12.
|lstext='''πυκνόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς καρπούς, Λουκ. Ἔρωτ. 12.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει πυκνούς καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
}}