πυρεκτικός: Difference between revisions

35
(6_10)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρεκτικός''': -ή, -όν, ([[πυρέσσω]]) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ.
|lstext='''πῠρεκτικός''': -ή, -όν, ([[πυρέσσω]]) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυρέσσω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό, [[πυρετώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πυρεκτικῶς</i> ΜΑ<br />[[πυρετωδώς]].
}}
}}