πυρπόλημα: Difference between revisions

35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ravage <i>ou</i> destruction par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πυρπολέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ravage <i>ou</i> destruction par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πυρπολέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[πυρπολῶ]]<br />[[νυχτερινός]] [[πυρσός]] για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου της θάλασσας.
}}
}}