πυρρότριχος: Difference between revisions

35
(6_16)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρρότρῐχος''': -ον, = [[πυρρόθριξ]], Θεόκρ. 8. 3.
|lstext='''πυρρότρῐχος''': -ον, = [[πυρρόθριξ]], Θεόκρ. 8. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πυρρότριχος]], -ον, και [[πυρρόθριξ]], -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και [[πυρσόθριξ]], -ότριχος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, [[κοκκινομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρρός]] / [[πυρσός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>τριχος</i> / [[λευκό]]-[[θριξ]])].
}}
}}