ῥευστός: Difference between revisions

36
(Bailly1_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui coule ; <i>fig.</i> fugitif, inconstant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ῥέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui coule ; <i>fig.</i> fugitif, inconstant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ῥέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥευστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ρέει, που δεν έχει σταθερό [[σχήμα]] ή όγκο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]] («η [[κατάσταση]] στις μέρες μας [[είναι]] ρευστή»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ρευστό</i><br />α) <b>φυσ.</b> συνοπτική [[ονομασία]] τών υγρών ή αέριων σωμάτων, οι δομικές μονάδες τών οποίων έλκονται με χαλαρές, σχετικά, δυνάμεις, με [[συνέπεια]] να [[είναι]] δυνατόν να ολισθαίνουν ελεύθερα η μία σε [[σχέση]] με την [[άλλη]] ή να μετατοπίζονται ανεξάρτητα η μία από την [[άλλη]], [[έτσι]] ώστε τα σώματα αυτά να αποκτούν το [[σχήμα]] του δοχείου που τά περιέχει<br />β) διαθέσιμο [[χρήμα]] σε [[μετρητά]] («η [[έλλειψη]] ρευστού έχει μειώσει την [[κίνηση]] στην [[αγορά]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τέλειο [ή ιδανικό] ρευστό» — ρευστό [[χωρίς]] εσωτερική [[τριβή]]<br />β) «[[μηχανική]] ρευστών» — η [[ρευστομηχανική]]<br />γ) «ιξώδες τών ρευστών» — [[ιδιότητα]] τών ρευστών, [[ιδίως]] τών υγρών, που χαρακτηρίζει τον βαθμό της εσωτερικής τριβής τών μορίων τους<br />(αρχ) (για τον χρόνο) αυτός που μοιάζει να τρέχει, να κυλάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μτγν. επίθ. σχηματισμένο από την απαθή [[βαθμίδα]] του ρ. <i>ῥέω</i> με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πνευστός]])].
}}
}}