ῥόδεος: Difference between revisions

1,503 bytes added ,  29 September 2017
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de rose.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]].
|btext=α, ον :<br />de rose.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που [[είναι]] γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο [[οποίος]] συνίσταται στην [[τοποθέτηση]] τών αβγών τους, με τη [[βοήθεια]] ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή [[κοιλότητα]] δίθυρων [[μαλακίων]], λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από [[εκεί]] [[μετά]] από έναν [[μήνα]].———————— <b>(II)</b><br />([[ῥόδεος]]) -έα, -ον και [[ῥόδειος]], -ον, Α [[ῥόδον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[ρόδο]] ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.<br />β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», <b>Ευρ.</b><br />γ. ῥόδεον [[λίπος]]», Νίκανδρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[ρόδο]], [[ροδοειδής]] (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «ρόδεοι μαζοί», <b>Νόνν.</b>).
}}
}}