σηπτός: Difference between revisions

37
(6_11)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σήπω]]· ἐπὶ τροφῆς, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστὶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15· πρβλ. [[σῆψις]] ΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. = [[σηπτικός]], Διοσκ. 2. 67, κτλ.
|lstext='''σηπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σήπω]]· ἐπὶ τροφῆς, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστὶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15· πρβλ. [[σῆψις]] ΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. = [[σηπτικός]], Διοσκ. 2. 67, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σήπομαι]]<br /><b>1.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που αλλοιώνεται με τη [[σήψη]], αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν [[περίττωμα]] τοῡ πεφθέντος ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σηπτικός]] («σηπτὸν [[φάρμακον]]» — σηπτικόν [[φάρμακον]]).
}}
}}