σημόθετος: Difference between revisions

37
(6_17)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σημόθετος''': -ον, ὁ ἔχων [[σημεῖον]] ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.
|lstext='''σημόθετος''': -ον, ὁ ἔχων [[σημεῖον]] ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πάνω]] του τοποθετημένο ή προσκολλημένο [[σημάδι]].
}}
}}