3,252,792
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> rempli de creux;<br /><b>2</b> poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]]. | |btext=ης, ες :<br /><b>1</b> rempli de creux;<br /><b>2</b> poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες, / [[σηραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σῆραγξ]], -<i>αγγος</i>]<br />(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, [[πορώδης]], [[σπογγώδης]] (α. «σηραγγώδες [[σώμα]]» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.<br />γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου<br />β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το [[σώμα]] της κλειτορίδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῡτο καὶ [[σηραγγώδης]] ἐστίν ἡ Ἴδη», <b>Παυσ.</b>). | |||
}} | }} |