3,240,908
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> louche;<br /><b>2</b> qui regarde de travers, d’un air moqueur ; <i>subst.</i> raillerie, reproche injurieux.<br />'''Étymologie:''' [[σιλλός]]. | |btext=ου;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> louche;<br /><b>2</b> qui regarde de travers, d’un air moqueur ; <i>subst.</i> raillerie, reproche injurieux.<br />'''Étymologie:''' [[σιλλός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />σκωπτικό [[ποίημα]], [[σάτιρα]] ή [[λίβελλος]] σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι [[μετὰ]] παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ.<br />β. «σίλλοι<br />ἔμμετρον [[σκῶμμα]]», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[σίλλος]] αποτελεί νεώτερο σχηματισμό της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>σιλός</i>, με εκφραστικό διπλασιασμό -<i>λλ</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>s</i><i>ī</i><i>lus</i>, δάνεια λ. από την Ελληνική). Μέσω του υποθετικού τ. <i>σιλός</i>, η λ. [[σίλλος]] συνδέεται με τα <i>Σιλ</i>-<i>ηνός</i>, <i>σίλ</i>-<i>ουρος</i>, <i>σιλη</i>-[[πορδῶ]]. Το <i>σ</i><i>ī</i>- του τ. φαίνεται να απαντά και στους τ. <i>σῑ</i>-<i>μός</i>, <i>σῑ</i>-<i>κχός</i>. Η λ., [[τέλος]], με σημ. «[[αλλήθωρος]]», αν και θεωρήθηκε αμφίβολη και διατυπώθηκε η [[άποψη]] ότι [[πρέπει]] να διορθωθεί σε [[ιλλός]], επιβεβαιώνει τη σημ. του χλευασμού, που [[είναι]] βασική για τη λ.]. | |||
}} | }} |