3,271,374
edits
(6_8) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιφνεύς''': έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ [[ἀσπάλαξ]], κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην [[αὐτοῦ]] τυφλότητα, Λυκόφρ. 121. | |lstext='''σιφνεύς''': έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ [[ἀσπάλαξ]], κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην [[αὐτοῦ]] τυφλότητα, Λυκόφρ. 121. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[ασπάλακας]], τυφλοπόντικας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιφνός]] «[[κενός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>, λόγω του ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη]. | |||
}} | }} |