σιτόκουρος: Difference between revisions

37
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ [[μάτην]] τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.
|lstext='''σῑτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ [[μάτην]] τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, [[χαραμοφάης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] «[[κόψιμο]], [[αποκοπή]], [[κούρεμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βιό</i>-<i>κουρος</i>].
}}
}}