σκεπαρνίζω: Difference between revisions

37
(6_20)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεπαρνίζω''': πελεκῶ διὰ σκεπάρνου, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 244.
|lstext='''σκεπαρνίζω''': πελεκῶ διὰ σκεπάρνου, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 244.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[σκέπαρνος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σκεπαρνιές<br /><b>2.</b> [[κόβω]] ή [[πελεκώ]] ξύλα με το [[σκεπάρνι]].
}}
}}