σκιαγραφικός: Difference between revisions

37
(6_11)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱγρᾰφικός''': -ή, -όν, ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκιαγραφίαν· ἡ σκιαγραφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., Πρόκλ. ἐν Wytteb. Φιλομαθ. 3, σ. 91.
|lstext='''σκιᾱγρᾰφικός''': -ή, -όν, ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκιαγραφίαν· ἡ σκιαγραφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., Πρόκλ. ἐν Wytteb. Φιλομαθ. 3, σ. 91.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / σκιογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ [[σκιαγράφος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[σκιαγραφία]] ή γίνεται με [[σκιαγραφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκιαγραφική [[ουσία]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[ουσία]] συγκριτικά [[αδιαφανής]] στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό, προκαλεί φωτεινότερη, σαφέστερη εμφάνισή του στην ακτινογραφική [[πλάκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκιαγραφικώς</i> και <i>σκιαγραφικά</i> Ν<br />με σκιαγραφικό τρόπο, με [[σκιαγραφία]].
}}
}}