σκιμβάζω: Difference between revisions

37
(6_3)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιμβάζω''': [[χωλαίνω]], [[ὀκλάζω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 678· [[ὡσαύτως]] [[κιμβάζω]], [[ὀκιμβάζω]], Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἀναφέρει καὶ τὸ ἐπίθετον σκιμβός, ή, όν, [[χωλός]], πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 254.
|lstext='''σκιμβάζω''': [[χωλαίνω]], [[ὀκλάζω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 678· [[ὡσαύτως]] [[κιμβάζω]], [[ὀκιμβάζω]], Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἀναφέρει καὶ τὸ ἐπίθετον σκιμβός, ή, όν, [[χωλός]], πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 254.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κιμβάζω]] και [[ὀκιμβάζω]] Α<br />[[λυγίζω]] τα γόνατά μου, [[οκλάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιμβός]]. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. [[κιμβάζω]] και [[ὀκιμβάζω]].
}}
}}