σκολιώδης: Difference between revisions

37
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ φαινόμενος [[σκολιός]], [[λοξός]], Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμ.
|lstext='''σκολιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ φαινόμενος [[σκολιός]], [[λοξός]], Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σκολιός]]<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] σκολιού.
}}
}}