σκύδμαινος: Difference between revisions

37
(6_16)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύδμαινος''': -ον, = [[σκυθρωπός]], ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβεκ. Τεχν. 279.
|lstext='''σκύδμαινος''': -ον, = [[σκυθρωπός]], ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβεκ. Τεχν. 279.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκυθρωπός]]»<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. [[σκυδμαίνω]] «οργίζομαι»].
}}
}}