σκῦτος: Difference between revisions

1,687 bytes added ,  29 September 2017
37
(eksahir)
(37)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[látigo]]
|esgtx=[[látigo]]
}}
{{grml
|mltxt=το / σκῡτος, ΝΑ<br />[[δέρμα]] και [[κυρίως]] το κατεργασμένο [[δέρμα]] ζώου, [[βύρσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δερμάτινος]] [[ιμάντας]], [[λουρί]] («ἀπεκτείνατε τοῡτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ)<br /><b>2.</b> [[δερμάτινος]] [[φαλλός]], σκηνικό [[εξάρτημα]] στην αττική [[κωμωδία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκύτη]] βλέπειν ποιήσω» — θα σέ [[δείρω]] με [[μαστίγιο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «[[σκύτη]] [[τέμνω]]» — [[κατασκευάζω]] μαστίγια (Σωκρ. Επιστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. με αρχική σημ. «[[περίβλημα]]» ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>q</i><i>ū</i><i>t</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>qeut</i>- «[[προστατεύω]], [[καλύπτω]], [[κρύβω]]», πιθ. με την [[έννοια]] ότι το [[δέρμα]] [[είναι]] το [[περίβλημα]] του σώματος. Συνδέεται δε με αντίστοιχους τ. [[χωρίς]] προθετικό <i>σ</i>- που σημαίνουν «[[δέρμα]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>cŭtis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ū</i><i>t</i>, αρχ. πρωσ. <i>keutο</i>) και πιθ. με τα: [[κύτος]], [[κεύθω]], [[επισκύνιον]]].
}}
}}