σμογερόν: Difference between revisions

38
(6_4)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμογερόν''': «σκληρόν. ἐπίβουλον. μοχθηρὸν» Ἡσύχ.
|lstext='''σμογερόν''': «σκληρόν. ἐπίβουλον. μοχθηρὸν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σμυγερός]].
}}
}}