σοφισματώδης: Difference between revisions

38
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφισμᾰτώδης''': -ες, [[σοφιστικός]], [[πλήρης]] σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.
|lstext='''σοφισμᾰτώδης''': -ες, [[σοφιστικός]], [[πλήρης]] σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σόφισμα]], -<i>ίσματος</i>]<br />(για συλλογισμό) αυτός που έχει [[πολλά]] σοφίσματα, [[γεμάτος]] με σοφίσματα.
}}
}}