σπιθαμιαῖος: Difference between revisions

38
(6_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπῐθᾰμιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] κτλ. μιᾶς σπιθαμῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 4, Πολιτικ. 7. 4, 10 (σπιθαμαῖος [[εἶναι]] πλημμελὴς γραφή, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 544)· - [[ὡσαύτως]] σπιθαμήσιος, α, ον, Ἀθανασ.
|lstext='''σπῐθᾰμιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] κτλ. μιᾶς σπιθαμῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 4, Πολιτικ. 7. 4, 10 (σπιθαμαῖος [[εἶναι]] πλημμελὴς γραφή, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 544)· - [[ὡσαύτως]] σπιθαμήσιος, α, ον, Ἀθανασ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / σπιθαμιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[μήκος]] ή το ύψος μιας σπιθαμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ο υπερβολικά [[βραχύσωμος]], ο πολύ [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπιθαμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δακτυλ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}