σπευστικός: Difference between revisions

38
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπευστικός''': -ή, -όν, σπεύδων, «[[βιαστικός]]», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34. -Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτυμολ. Μέγ. 738. 27.
|lstext='''σπευστικός''': -ή, -όν, σπεύδων, «[[βιαστικός]]», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34. -Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτυμολ. Μέγ. 738. 27.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπευστός]]<br />αυτός που σπεύδει, [[βιαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπευστικῶς</i><br />βιαστικά.
}}
}}