σπλαγχνικός: Difference between revisions

38
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπλαγχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰ σπλάγχνα, φάρμακα Διοσκ. 1. 81.
|lstext='''σπλαγχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰ σπλάγχνα, φάρμακα Διοσκ. 1. 81.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπλαγχνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[σπλαχνικός]] Ν [<i>σπλά</i>(<i>γ</i>)<i>χνο</i>(<i>ν</i>)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[σπλάγχνα]] (α. «σπλαγχνική [[αντίδραση]]» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσπλαγχνικός]], οικτίρμονας («[[σπλαχνικός]] [[πατέρας]]»)<br /><b>2.</b> (για λόγους) [[καλοπροαίρετος]], φιλόφρονας<br /><b>3.</b> (ανατ.-φυσιολ.) (για σχηματισμό ή [[λειτουργία]]) αυτός που έχει [[σχέση]] με τα [[σπλάγχνα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σπλαγχνικά [[νεύρα]]» <b>ανατ.</b> οι δύο κλάδοι της θωρακικής μοίρας που εκπορεύονται από τα γάγγλια του συμπαθητικού στελέχους, το μείζον και το έλασσον, και συνδέουν τον νωτιαίο μυελό με τα [[σπλάγχνα]]<br />β) «σπλαγχνικές κοιλότητες»<br /><b>ανατ.</b> οι μεγάλες κοιλότητες του σώματος, του κρανίου, του θώρακα, της κοιλιάς και της πυέλου<br />γ) «σπλαγχνική [[αίσθηση]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών ιδιοδεκτικών ερεθισμάτων που προέρχονται από τα [[σπλάγχνα]] και άγονται από ιδιαίτερες ίνες οι οποίες πορεύονται σε διακλαδώσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ανέρχονται [[γύρω]] από τον κεντρικό [[σωλήνα]] του νωτιαίου μυελού και καταλήγουν στον υποθάλαμο του εγκεφάλου<br />δ) «σπλαγχνικό [[κρανίο]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[σπλαγχνοκράνιο]]<br />ε) «[[σπλαγχνικός]] [[σκελετός]]»<br /><b>ζωολ.</b> ο [[σκελετός]] του στόματος [[μαζί]] με τα βραγχιακά φατνία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[τρυφερός]] («σπλαγχνικὸς [[ἔρως]]», πάπ.).
}}
}}