σταλαγμός: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écoulement goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écoulement goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταλαχμός]] και [[σταλαμός]] Ν [[σταλάσσω]]<br />το να σταλάζει [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]], το να πέφτει [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.<br />θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[γείσο]] της σκεπής από όπου σταλάζει το [[νερό]], [[υδρορρόη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] που πέφτει από το [[στόμα]] ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων<br /><b>2.</b> ελάχιστη [[ποσότητα]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> πολύ [[μικροκαμωμένος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τύχης [[σταλαγμός]]» — σπάνια [[περίπτωση]] τύχης.
}}
}}