3,274,129
edits
(T22) |
(38) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[στεῖρα]], στειρον (equivalent to [[στερρός]], [[στερεός]] [[which]] [[see]]; [[whence]] German starr, Latin sterilis), [[hard]], [[stiff]]; of men and animals, [[barren]]: of a [[woman]] [[who]] does [[not]] [[conceive]], [[Homer]], Theocritus, the Orphica, Anthol.; the Sept. for עָקָר עֲקָרָה.) | |txtha=[[στεῖρα]], στειρον (equivalent to [[στερρός]], [[στερεός]] [[which]] [[see]]; [[whence]] German starr, Latin sterilis), [[hard]], [[stiff]]; of men and animals, [[barren]]: of a [[woman]] [[who]] does [[not]] [[conceive]], [[Homer]], Theocritus, the Orphica, Anthol.; the Sept. for עָקָר עֲקָרָה.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / στεῑρος, -α, -ον, ΝΜΑ, και [[στερρός]], -όν, Α<br />αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει [[ικανότητα]] για [[αναπαραγωγή]], [[στέρφος]] (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν.<br />β. «καὶ ἦν Σάρα στεῑρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σκέψη]], τον νου, την [[ψυχή]]) [[άγονος]], [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[ατελέσφορος]] («[[στείρα]] [[αντιπαράθεση]]»)<br /><b>2.</b> μη [[παραγωγικός]], [[άκαρπος]] («στείρο [[έδαφος]]»)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που δεν περιέχει μικροβιακά [[σπόρια]] ή τοξικά προϊόντα μικροβιακής ή μυκητιακής προέλευσης<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[στείρα]]<br />[[ονομασία]] του ψαριού [[πολυπρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[στεῖρος]] σχηματίστηκε μτγν. υποχωρητικά από το θηλ. [[στεῖρα]] «[[γυναίκα]] που δεν έχει αποκτήσει [[ακόμα]] [[παιδιά]], [[παρθένα]]» και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του άγονου, [[αυτού]] που δεν μπορεί να τεκτοποιήσει]. | |||
}} | }} |