3,274,313
edits
(T22) |
(38) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[στενή]], στενόν, from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]], the Sept. for צַר, [[narrow]], [[strait]]: [[πύλη]], L Tr brackets [[πύλη]])); Luke 13:24. | |txtha=[[στενή]], στενόν, from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]], the Sept. for צַר, [[narrow]], [[strait]]: [[πύλη]], L Tr brackets [[πύλη]])); Luke 13:24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στενός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[στεινός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πλάτος]], που δεν [[είναι]] [[φαρδύς]] (α. «[[στενός]] [[δρόμος]]» β. «οὔτ' εὐρεῑα [[οὔτε]] στενὴ [[διαφυγή]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το στενό</i> και <i>τα [[στενά]]<br />στενό [[πέρασμα]] [[μεταξύ]] δύο βουνών ή [[μεταξύ]] βουνού και θάλασσας, [[στενωπός]], ή στενή [[λωρίδα]] θάλασσας που ενώνει δύο πελάγη (α. «τα [[στενά]] τών Θερμοπυλών» β. «τα [[στενά]] τών Δαρδανελλίων» γ. «οἱ δὲ μὴ ἐσπλεῑν ἐς τὰ [[στενά]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, ο μη [[ευρύχωρος]] (α. «[[στενά]] παπούτσια» β. «στενό [[παντελόνι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[κοντινός]], πλησιέστατος, [[αγαπητός]] (α. «[[στενός]] [[φίλος]]» β. «[[στενός]] [[συνεργάτης]]» γ. «στενοί συγγενείς»)<br />β) (για καταστάσεις) [[οικείος]], [[φιλικός]], [[εγκάρδιος]] (α. «έχουν αναπτύξει στενή [[φιλία]]» β. «έχουν στενές σχέσεις» γ. «υπάρχουν στενοί δεσμοί [[μεταξύ]] τους»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>μτφ.</b> <i>η στενή</i><br />η [[φυλακή]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> στενή [[δίοδος]], στενή [[διάβαση]], [[στενός]] [[δρόμος]], [[σοκάκι]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>διεθν. δίκ.</b> τα [[μεταξύ]] δύο ακτών [[φυσικά]] θαλάσσια περάσματα από και [[προς]] ευρύτερες θαλάσσιες μάζες, η [[διέλευση]] τών οποίων ρυθμίζεται με διεθνείς συμβάσεις<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «υπὸ στενή [[έννοια]]» — υπό την ακριβή και μη γενική και αόριστη [[έννοια]], [[κατά]] [[κυριολεξία]]<br />β) «τά βρήκε [[στενά]]» — συνάντησε δυσκολίες<br />γ) «[[είμαι]] στα [[στενά]]» — βρίσκομαι σε δύσκολη [[θέση]]<br />δ) «στενή [[αντίληψη]]» — περιορισμένη, [[δογματική]] [[αντίληψη]]<br />ε) «σε στενό κύκλο» — σε μικρό αριθμό προσώπων, σε μικρό αριθμό συνεργατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κλεισμένος, [[κλειστός]]<br /><b>2.</b> [[λίγος]], [[λιγοστός]] («στεναὶ ἐλπίδες», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[ασθενής]], [[αδύνατος]]<br /><b>4.</b> (για ύφος) [[λεπτός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[εγωιστής]], [[εγωκεντρικός]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στενόν</i><br />α) ο [[πορθμός]] του Γιβραλτάρ<br />β) ο [[Ελλήσποντος]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> στενή [[λωρίδα]] γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν στενῷ» — σε στενή [[περιοχή]]<br />β) «στενὴ [[συλλαβή]]» — δύσκολα προφερόμενη [[συλλαβή]]<br />γ) «ἀπειληθέντες ἐς στεινόν» — σπρωγμένοι στη [[γωνία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στενώς</i> / <i>στενῶς</i> ΝΜΑ, και [[στενά]] Ν<br />με [[στενότητα]], με στενό τρόπο, με περιορισμένο τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με περιορισμένη [[οπτική]] [[γωνία]], δογματικά («τά βλέπει πολύ [[στενά]] τα πράγματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το επίθ. [[στενός]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. <i>στεν</i>-<i>F</i>-<i>ός</i> (<b>πρβλ.</b> ιων. [[στεινός]], με [[αντέκταση]]), όπως επιβεβαιώνουν τα παραθετικά του τ. <i>στενότερος</i>, -<i>ότατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στενFότερος</i>) και το επίθ. <i>στενυ</i>-<i>γ</i>-<i>ρός</i>, στο θ. του οποίου εμφανίζεται το -<i>F</i>- με την φωνηεντική του [[μορφή]] (<b>πρβλ.</b> και το [[τοπωνύμιο]] <i>Στενύ</i>-<i>κληρος</i>). Παράλληλα με το επίθ. [[στενός]] μαρτυρείται το σιγμόληκτο ουδ. [[στένος]], το οποίο, [[μαζί]] με τους τ. <i>στενυ</i>-<i>γρός</i> και <i>Στενύ</i>-<i>κληρος</i>, θα μπορούσε να ενταχθεί στο μορφολογικό [[σύστημα]] του νόμου του Caland (<b>πρβλ.</b> [[αἶσχος]]: <i>Αἰσχύλος</i>). Το επίθ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>στενο</i>- σε μια [[σειρά]] συνθ. προσδίδοντας στο β' συνθετικό τη σημ. του στενού, του μικρού, του περιορισμένου, του πνιγηρού (<b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στενότητα]](-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στενυγρός]], [[στενώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>στενῶ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στενεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στενόμακρος]], [[στενόστομος]], [[στενόφυλλος]], [[στενόχωρος]], [[στενωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στεναύχην]], [[στενόβουλος]], [[στενόβρογχος]], [[στένοδος]], [[στενοκοίλιος]], [[στενολέσχης]], [[στενοπαθώ]], [[στενόπορθμος]], [[στενόπορος]], [[στενόπους]], [[στενοπρόσωπος]], [[στενόσημος]], [[στενοτράχηλος]], [[στενοφυής]], [[στενόφωνος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στενόφλεβος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στενοκομιδή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[στενόρρινος]], [[στενόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στενογράφος]], [[στενοκαρδία]], [[στενόκαρδος]], [[στενοκέφαλος]], [[στενόκωλος]], [[στενομέτωπος]], [[στενόμυαλος]], [[στενοσόκακο]], [[στενοσχιδής]], [[στενοτοπιά]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[διάστενος]], [[επίστενος]], [[μεσόστενος]], [[υπόστενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάστενος]], [[μακρόστενος]], <i>μετάστενος</i>, [[ολόστενος]], <i>ψηλόστενος</i>]. | |||
}} | }} |