στέμμα: Difference between revisions

3,003 bytes added ,  29 September 2017
38
(T22)
(38)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=στεμματος, τό ([[στέφω]], [[perfect]] [[passive]] ἔστεμμαι, to [[crown]], to [[bind]] [[round]]), a [[fillet]], a [[garland]], [[put]] [[upon]] victims: Winer s Grammar, 630 (585); B. D. American edition [[under]] the [[word]] <TOPIC:Garlands>). (From [[Homer]] [[down]].)  
|txtha=στεμματος, τό ([[στέφω]], [[perfect]] [[passive]] ἔστεμμαι, to [[crown]], to [[bind]] [[round]]), a [[fillet]], a [[garland]], [[put]] [[upon]] victims: Winer s Grammar, 630 (585); B. D. American edition [[under]] the [[word]] <TOPIC:Garlands>). (From [[Homer]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και στέθμα Α<br />[[στέφανος]], [[στεφάνη]] («στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διάδημα]] της κεφαλής ως [[σύμβολο]] βασιλικής εξουσίας, [[κορόνα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[βασιλική]] [[εξουσία]]<br />β) [[βασιλιάς]]<br /><b>3.</b> αντίστοιχη [[εικόνα]] σε δημόσιες σφραγίδες, νομίσματα, στρατιωτικά πηλήκια κ.ά., που αποτελεί [[εθνόσημο]] βασιλευόμενου κράτους<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> το εξώτατο [[τμήμα]] της ατμόσφαιρας του Ηλίου, που [[είναι]] πλήρως ορατό μόνο [[κατά]] το σύντομο [[διάστημα]] τών ολικών ηλιακών εκλείψεων ή εν μέρει με στεμματογράφο<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα στέμματα</i><br />τα ημίση τών διχοτομηθέντων χαρτονομισμάτων του ελληνικού κράτους που έφεραν σχετική [[εικόνα]] και τα οποία κρατούσαν ως δάνεια [[υπέρ]] του δημοσίου [[κατά]] τα δύο αναγκαστικά εσωτερικά δάνεια που είχαν συναφθεί την [[τρίτη]] [[δεκαετία]] του 20ού αιώνα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[εκκένωση]] στέμματος»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[εκκένωση]] στον αέρα που οφείλεται στον ιοντισμό του αερίου που περιβάλλει έναν αγωγό, αλλ. στεμματόμορφη [[εκκένωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γενεαλογικό [[δένδρο]]<br /><b>2.</b> [[φυλή]]<br /><b>3.</b> [[σύλλογος]], [[σωματείο]] («[[ὑπὲρ]] φιλοκυνηγῶν τοῡ στέμματος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ ἐπὶ τῶν στεμμάτων» — αυτός που είχε το [[αξίωμα]] να στέφει, να χορηγεί στέφανα<br />β) «στέμματα [[ξαίνω]]» — [[κατασκευάζω]] στέφανα από [[κλαδί]] [[ελιάς]] περιτυλιγμένο με [[μαλλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (με [[αφομοίωση]] του -<i>φ</i>- σε -<i>μ</i>-). <i>Ο</i> τ. <i>στέθμα</i> [[είναι]] [[δυσερμήνευτος]], σχηματισμένος πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιθήματος -<i>θμος</i>, -<i>ά</i> (<b>πρβλ.</b> και [[ὄμμα]]: [[ὄθμα]])].
}}
}}