3,270,625
edits
(6_7) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στηλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στήλην, ἔχων [[σχῆμα]] στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-. | |lstext='''στηλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στήλην, ἔχων [[σχῆμα]] στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[στήλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στηλοειδής]] [[κατάτμηση]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[δομή]] που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος [[κατά]] [[μήκος]] επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια [[σειρά]] από κολόνες και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του αρχικού προσανατολισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων η [[κλίση]] τών οποίων άλλαξε [[μετά]] την [[έκχυση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[στυλοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |