3,274,919
edits
(6_10) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στομᾰτικός''': -ή, -όν, ([[στόμα]]) καλὸς διὰ τὸ [[στόμα]], τοῦ στόματος, [[φάρμακον]] Διοσκ. 3. 7, πρβλ. Ἄντυλλ. ἐν Ἀρχ. Ἰατρ. 336. | |lstext='''στομᾰτικός''': -ή, -όν, ([[στόμα]]) καλὸς διὰ τὸ [[στόμα]], τοῦ στόματος, [[φάρμακον]] Διοσκ. 3. 7, πρβλ. Ἄντυλλ. ἐν Ἀρχ. Ἰατρ. 336. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στοματικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[στόμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[στόμα]] (α. «στοματική [[κοιλότητα]]» β. «στοματικό [[νόσημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στοματικό [[κύτταρο]]»<br /><b>βοτ.</b> καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το [[στόμα]] τών φύλλων και τών νεαρών βλαστών, αλλ. καταφρακτικό [[κύτταρο]]<br />β) «στοματικό [[στάδιο]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> (στην ψυχαναλυτική [[θεωρία]]) η [[φάση]] της αναπτύξεως του ανθρώπου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του πρώτου έτους της ζωής, όταν το [[στόμα]] του παιδιού [[είναι]] το κύριο όργανό του για συναισθηματικά φορτισμένες επαφές και όταν η [[μητέρα]] και ο [[μαστός]] της αποτελούν το σπουδαιότερο εξωτερικό [[αντικείμενο]] για το [[παιδί]]<br />γ) «[[στοματικός]] [[δείκτης]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[σχέση]] [[μεταξύ]] αριθμού στομάτων και αριθμού επιδερμικών κυττάρων ανά [[μονάδα]] επιφάνειας φύλλων<br />δ) «[[στοματικός]] [[έρωτας]]» — σεξουαλική [[επαφή]] με το [[στόμα]], [[γλείψιμο]] τών γεννητικών οργάνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φάρμακα) [[κατάλληλος]] να ληφθεί από το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>αἱ στοματικαί</i><br />οι φλεγμονές της στοματικής κοιλότητας<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ στοματικά</i><br />νοσήματα της στοματικής κοιλότητας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στοματικὰ πτερά» — φτερά που τα χρησιμοποιούσαν για να προκαλέσουν εμετό (<b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | }} |