στομαλγία: Difference between revisions

38
(6_9)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στομαλγία''': ἡ, ([[ἄλγος]]) [[ἄλγος]] τοῦ στόματος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 185· - μεταφορ., [[ἀχαλίνωτος]] [[φλυαρία]], ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. [[γλώσσαλγος]]. ([[στόμαργος]], [[στομαργία]], στομαργέω [[εἶναι]] πιθαν. [[ἁπλῶς]] Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).
|lstext='''στομαλγία''': ἡ, ([[ἄλγος]]) [[ἄλγος]] τοῦ στόματος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 185· - μεταφορ., [[ἀχαλίνωτος]] [[φλυαρία]], ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. [[γλώσσαλγος]]. ([[στόμαργος]], [[στομαργία]], στομαργέω [[εἶναι]] πιθαν. [[ἁπλῶς]] Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).
}}
{{grml
|mltxt=και στοματαλγία, η, ΝΜΑ [[στομαλγῶ]]<br />επώδυνη [[στοματίτιδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[φλυαρία]].
}}
}}