στομακάκη: Difference between revisions

38
(6_3)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στομᾰκάκη''': [ᾰ], ἡ, [[νόσημα]], καθ’ ὃ ἅπαντες οἱ ὀδόντες ἐκπίπτουσι, [[νόσημα]] τοῦ στόματος ἢ τῶν οὔλων, «σκορβοῦτον», Στράβ. 781 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα στομακάκκη), πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 25. 6· ὁ [[τύπος]] [[στομοκάκη]] κατ’ ἀναλογίαν γραμματικὴν ἐσχηματισμένος δὲν ὑποστηρίζεται ἔκ τινος μαρτυρίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668.
|lstext='''στομᾰκάκη''': [ᾰ], ἡ, [[νόσημα]], καθ’ ὃ ἅπαντες οἱ ὀδόντες ἐκπίπτουσι, [[νόσημα]] τοῦ στόματος ἢ τῶν οὔλων, «σκορβοῦτον», Στράβ. 781 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα στομακάκκη), πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 25. 6· ὁ [[τύπος]] [[στομοκάκη]] κατ’ ἀναλογίαν γραμματικὴν ἐσχηματισμένος δὲν ὑποστηρίζεται ἔκ τινος μαρτυρίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668.
}}
{{grml
|mltxt=και [[στομοκάκη]], ἡ, Α<br />[[νόσημα]] του στόματος και [[κυρίως]] τών ούλων που προκαλεί [[πτώση]] όλων τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάκη]] (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), <b>πρβλ.</b> <i>τραχηλο</i>-[[κάκη]].
}}
}}