στόμφαξ: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />qui parle avec emphase, grandiloquent.<br />'''Étymologie:''' [[στόμφος]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />qui parle avec emphase, grandiloquent.<br />'''Étymologie:''' [[στόμφος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />αυτός που εκφράζεται με πομπώδη τρόπο, που χρησιμοποιεί ηχηρές λέξεις, κομπορρήμονος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[στόμφος]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -ακος (<b>πρβλ.</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>)].
}}
}}