στομίζομαι: Difference between revisions

38
(6_5)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στομίζομαι''': ἀποθετ., [[λαμβάνω]] διὰ τοῦ στόματος, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
|lstext='''στομίζομαι''': ἀποθετ., [[λαμβάνω]] διὰ τοῦ στόματος, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[στόμα]]<br />[[παίρνω]] με το [[στόμα]].
}}
}}