στοΐδιον: Difference between revisions

38
(6_22)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στοΐδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στοά]], Στράβ. 396· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. [[στῴδιον]].
|lstext='''στοΐδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στοά]], Στράβ. 396· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. [[στῴδιον]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[στωΐδιον]] ή [[στῴδιον]], τὸ, Α [[στοά]] / [[στωϊά]]]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρή [[στοά]]<br />2.[[είδος]] στέγης για την [[προφύλαξη]] τών πολιορκητών.
}}
}}