στρεβλόπους: Difference between revisions

38
(6_19)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρεβλόπους''': ουν, ὁ ἔχων στρεβλοὺς (στραβούς), διεστραμμένους πόδας, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 623.
|lstext='''στρεβλόπους''': ουν, ὁ ἔχων στρεβλοὺς (στραβούς), διεστραμμένους πόδας, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 623.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Μ<br />αυτός που έχει [[στρεβλά]] πόδια, [[στραβοπόδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρεβλός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}