3,277,121
edits
(Autenrieth) |
(38) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[sparrow]]. (Il.) | |auten=[[sparrow]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ και [[στρουθός]], ἡ, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο [[σπουργίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] τών μή κατοικίδιων πτηνών<br /><b>2.</b> (ως αρσ.) α) το [[φυτό]] [[στρούθειον]]<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[λάγνος]], [[ασελγής]] και [[ακόλαστος]] [[άνθρωπος]], [[επειδή]] και τα [[παραπάνω]] πτηνά [[είναι]] ασυγκράτητα όταν έχουν ερωτική [[επιθυμία]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ψαριού με πλατύ [[σχήμα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ</i>, <i>αἱ στρουθοί</i><br />οι στυμφαλίδες όρνιθες<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ [[μέγας]] [[στρουθός]]» — η [[στρουθοκάμηλος]]<br />β) «στρουθὸς [[κατάγαιος]]» — [[πουλί]] που τρέχει στη γη, που δεν [[πετά]]<br />γ) «στρουθὸς [[κατοικάς]]» — κατοικίδιο [[πτηνό]], η [[κότα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. πτηνού, η οποία, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για την [[τσίχλα]], το [[κοτσύφι]] ή άλλα παρόμοια πτηνά (<b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>drozd</i> «[[κοτσύφι]]», λιθουαν. <i>străzdas</i> «[[τσίχλα]]», γερμ. <i>Drossel</i> «[[τσίχλα]]», λατ. <i>turdus</i> «[[τσίχλα]]») και οι οποίοι ανάγονται σε ΙΕ τ. <i>trozdos</i>: <i>trzdos</i> «[[τσίχλα]]», εμφανίζουν, όμως, τις αναμενόμενες —για μια λ. με παρόμοια σημ.— διαφορές ως [[προς]] τη [[μορφή]] και ως [[προς]] το [[είδος]] πτηνού που δηλώνουν]. | |||
}} | }} |