στύγημα: Difference between revisions

39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[στυγέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[στυγέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[στυγῶ]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) το [[αντικείμενο]] του μίσους, αυτό που [[κανείς]] μισεί, που αποστρέφεται, [[μίσημα]], [[βδέλυγμα]].
}}
}}