στρύχνος: Difference between revisions

38
(6_15)
(38)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρύχνος''': ὁ, καὶ ἡ, solinum, οἰκογένεια φυτῶν ὧν οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον [[τρία]] ἢ τέσσαρα εἴδη, τινὰ αὐτῶν δηλητηριώδη, ἓν δὲ ([[στρύχνος]] [[κηπαῖος]]) φέρον καρπὸν ἐδώδιμον, ῥᾶγας [[μετὰ]] χυμοῦ οἰνώδους καὶ ὑποξίζοντος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 4, Διοσκ. 4. 71-4.
|lstext='''στρύχνος''': ὁ, καὶ ἡ, solinum, οἰκογένεια φυτῶν ὧν οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον [[τρία]] ἢ τέσσαρα εἴδη, τινὰ αὐτῶν δηλητηριώδη, ἓν δὲ ([[στρύχνος]] [[κηπαῖος]]) φέρον καρπὸν ἐδώδιμον, ῥᾶγας [[μετὰ]] χυμοῦ οἰνώδους καὶ ὑποξίζοντος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 4, Διοσκ. 4. 71-4.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[στρύχνος]] και [[τρύχνος]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] λογανιίδες και περιλαμβάνει 200 [[περίπου]] είδη ξυλωδών [[φυτών]] που [[είναι]] ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] [[φυτών]], [[μεταξύ]] τών οποίων [[μερικά]] [[είναι]] δηλητηριώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[στρύχνον]], με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}