στρογγυλοπρόσωπος: Difference between revisions

38
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγῠλοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον [[πρόσωπον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5.
|lstext='''στρογγῠλοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον [[πρόσωπον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[στρογγυλοπρόσωπος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει στρογγυλό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[πρόσωπος]].
}}
}}