3,273,446
edits
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> indulgent;<br /><b>2</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγνώμων]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> indulgent;<br /><b>2</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγνώμων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγγνώμων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρόθυμος]] στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ [[συγγνωμονικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ομολογία]] ή σε [[αναίρεση]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[άξιος]] συγγνώμης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγνωμονικῶς</i> Α<br />με [[διάθεση]] για [[συγγνώμη]]. | |||
}} | }} |