συγκραματικός: Difference between revisions

39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui consiste en un mélange.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκραμα]].
|btext=ή, όν :<br />qui consiste en un mélange.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκραμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σύγκραμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκραση]], στην [[ανάμιξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[ανάμιξη]].
}}
}}