συγκατοικίζω: Difference between revisions

39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> fonder ensemble;<br /><b>2</b> aider à peupler, à coloniser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικίζω]].
|btext=<b>1</b> fonder ensemble;<br /><b>2</b> aider à peupler, à coloniser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [[κατοικίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κατοίκους σε έρημη [[χώρα]] και [[ιδρύω]] [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κατοικήσει σε έναν [[τόπο]] («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάζω]] να κατοικήσουν [[μαζί]] (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς [[Χαλκιδέας]] ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῑς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)<br /><b>4.</b> [[ιδρύω]] από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}