συγκολλητής: Difference between revisions

39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui colle ensemble, qui assemble.<br />'''Étymologie:''' [[συγκολλάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui colle ensemble, qui assemble.<br />'''Étymologie:''' [[συγκολλάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[συγκολλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επινοητής]] («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, [[περίτριμμα]] δικῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}