συγχρηματίζω: Difference between revisions

39
(6_23)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχρηματίζω''': καλοῦμαι διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― [[συνδέομαι]], ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. [[χρηματίζω]].
|lstext='''συγχρηματίζω''': καλοῦμαι διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― [[συνδέομαι]], ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. [[χρηματίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, [[συνδέομαι]] με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> έχω ίδιο όνομα με άλλον<br /><b>4.</b> [[συμπράττω]] για τη [[διεκπεραίωση]] υπηρεσιακής υπόθεσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματίζω]] «[[ενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], καλούμαι» (<span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], -<i>ατος</i>)].
}}
}}