συγγνώμη: Difference between revisions

39
(T22)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH [[συγγνώμη]], cf. [[σύν]], II. at the [[end]]), συγγνωμης, ἡ ([[συγγιγνώσκω]], to [[agree]] [[with]], to [[pardon]]; [[see]] [[γνώμη]]), from ([[Sophocles]] and) [[Herodotus]] [[down]], [[pardon]], [[indulgence]]: [[κατά]] συγγνώμην, οὐ κατ' ἐπιταγήν, by [[way]] of [[concession]] or permission, [[not]] by [[way]] of [[command]], 1 Corinthians 7:6.
|txtha=(T WH [[συγγνώμη]], cf. [[σύν]], II. at the [[end]]), συγγνωμης, ἡ ([[συγγιγνώσκω]], to [[agree]] [[with]], to [[pardon]]; [[see]] [[γνώμη]]), from ([[Sophocles]] and) [[Herodotus]] [[down]], [[pardon]], [[indulgence]]: [[κατά]] συγγνώμην, οὐ κατ' ἐπιταγήν, by [[way]] of [[concession]] or permission, [[not]] by [[way]] of [[command]], 1 Corinthians 7:6.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[συγνώμη]] Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [[συγγιγνώσκω]]<br />[[άφεση]], [[χάρη]] αδικήματος ή παραπτώματος, [[συγχώρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστ. δίκ.) άτυπη [[δήλωση]] βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από [[παράπτωμα]] αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας, γάμου ή υιοθεσίας ή σε λόγο αποκλήρωσης και κληρονομικής αναξιότητας συγχωρεί τον πταίσαντα, υπό την [[έννοια]] ότι αποσβήνει τις νομικές συνέπειες του παραπτώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζητώ]] [[συγγνώμη]]», ή, [[απλώς]], «[[συγγνώμη]]» — με συγχωρείτε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπάθεια]], [[εύνοια]], [[επιείκεια]]<br /><b>2.</b> (στη ρητ.) α) [[ομολογία]], [[αναγνώριση]]<br />β) [[αναίρεση]], [[ακύρωση]]<br /><b>3.</b> (σε [[συνεκφορά]] με τα ρήματα [[δίδωμι]], <i>ποιοῡμαι</i>, [[νέμω]] και [[ἀπονέμω]]) [[συγχωρώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγνώμην <i>ἔχω</i>» — [[συγχωρώ]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «συγγνώμης [[τυγχάνω]] [ή [[λαμβάνω]]]» — συγχωρούμαι <b>(Ανδοκ.)</b><br />γ) «[[συγγνώμη]] ἐστί [ή γίγνεταί] τινι» — συγχωρείται [[κάποιος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «συγγνώμην αἰτοῡμαι» — [[ζητώ]] [[συγγνώμη]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ε) «ξυγγνώμη ἐστί» — [[πρέπει]] να συγχωρεθεί (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «συγγνώμην ἔχει» — μπορεί να συγχωρεθεί (<b>Σοφ.</b>).
}}
}}