συμβιβαστικός: Difference between revisions

39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]].
|btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβιβαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, [[διαλλακτικός]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμβιβαστικώς]] / <i>συμβιβαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβιβαστικά</i> Ν<br />με [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[συνδιαλλαγή]].
}}
}}